- λυσίζωνος
- λυσίζωνος, -ον (Α)1. αυτός που λύνει τη ζώνη2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνοςα) επίκληση τής Αρτέμιδοςβ) επίκληση τής Ειλειθυίας, η οποία βοηθούσε τις γυναίκες κατά τον τοκετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, καλλί-ζωνος].
Dictionary of Greek. 2013.